- εἰδωλολατρῶν
- εἰδωλολάτρηςidol-worshippermasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… … Dictionary of Greek
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
αλίσγημα — ἀλίσγημα, το (Α) [ἀλισγῶ] μόλυνση από απαγορευμένη τροφή, μίασμα από θυσία ειδωλολατρών … Dictionary of Greek
εθνόμυθος — ἐθνόμυθος, ον (AM) αυτός που είναι σύμφωνος με τους μύθους τών εθνικών, τών ειδωλολατρών … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Αμάντιος — Όνομα Βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Ευνούχος του αυτοκράτορα Αναστασίου. Θέλησε να καταλάβει την εξουσία, επειδή όμως φοβόταν να ανακηρυχθεί o ίδιος αυτοκράτορας, προσπάθησε να προωθήσει τον έμπιστό του Θεόκριτο. Για τον σκοπό αυτό χρηματοδότησε… … Dictionary of Greek
Δάθεμα — Αρχαία πόλη και οχυρό της Παλαιστίνης. Εκεί κατέφυγαν οι Ιουδαίοι της Γαλαάδ υπό την απειλή των ειδωλολατρών. Ο Ιούδας Μακκαβαίος με τον αδελφό του Ιωνάθαν πήγαν με στρατό στη Δ. και ελευθέρωσαν τους πολιορκημένους από τον Τιμόθεο Ιουδαίους… … Dictionary of Greek
Ελεσβάς — (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Χριστιανός βασιλιάς της Αιθιοπίας. Αναφέρεται και ως Ελεσβαάς, Ελεσβαάν ή Έλα Άσεμπου, καθώς και με το εξελληνισμένο όνομα Ελεσβόας, ενώ αποκαλείτο και Κάλεπ (που σημαίνει σκύλος). Ήταν σύγχρονος των βυζαντινών… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek